- αστράβωτος
- -η, -ο1. (για ανθρώπους), αυτός που δε στραβώθηκε, δεν έχασε το φως του: Χάρη στο γιατρό μου έμεινα αστράβωτος από το ένα μάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστράβωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει στραβώσει, ο ίσιος 2. αυτός που δεν έχει τυφλωθεί 3. εκείνος τον οποίο δεν έχουν στραβώσει οι δάσκαλοί του, όποιος έχει αποκτήσει αρκετές γνώσεις … Dictionary of Greek